- έμποδος
- -ο(ς), -ο(ν) (AM ἔμποδος, -ον, Μ και ἔμποδος, -ο[ς], -ο[ν])αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος*μσν.- νεοελλ.(και τα τρία γένη ως ουσ.) ο έμποδος, η έμποδο(ς), το έμποδο(ν)εμπόδιο, δυσκολία, πρόσκομμα, κώλυμα (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας», Χρον.Mop.β. «δίχως καμίαν ἔμποδον ἐσέβησαν στὴν πόλιν», Θησ.γ. «την ύπαρξη σου αρνούνται, για να μη σ' έχουν έμποδο», Βαλαωρ.).
Dictionary of Greek. 2013.